Παρασκευή 21 Ιούνιος 2024, 23:19
Μουσική

Ο Μάνος Χατζιδάκις, η τραγική ιστορία του ρεμπετόφιλου Έκτωρ και ο Μάρκος Βαμβακάρης


«Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο».

Αυτά είναι τα λόγια του εικοσιτετράχρονου τότε, Μάνου Χατζιδάκι, από την διάλεξη του 1949 στο Θέατρο Τέχνης, με τίτλο «Ερμηνεία και θέση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού – Ρεμπέτικο», που τότε στεγαζόταν στο Θέατρον Αλίκης επί της οδού Εδουάρδου Λω.

«Σαν ιδιοσυγκρασία είμαι μεγαλοαστός. Σαν καλλιέργεια είμαι ποιητής. Σαν αληθινή ιδιοσυγκρασία, μέσα μου, είμαι λαϊκός»

Σήμερα, το ρεμπέτικο ακούγεται σε κουτούκια, ταβέρνες και σε παρέες με μπουζουκόβιους. Εκείνη την εποχή όμως, το 1949, η κατακερματισμένη Ελλάδα, αρέσκονταν στο να υποτιμά τη δύναμη του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού, χαρακτηρίζοντας το βρώμικο, αλητήριο και μουσική των καταγωγίων ενώ από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, οι ρεμπέτες του ντουνιά λογοκρίνονταν και όποιος έπαιζε μπουζούκι συλλαμβάνονταν.

Ο Έκτωρ

«Η Μελίνα Μερκούρη πήγαινε στα ρεμπετάδικα με την αφέλεια που το αντιμετώπιζε στον κινηματογράφο. Εγώ πήγαινα με τόλμη», εξιστορέι στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε στον Φώτη Απέργη και την Γιώτα Συκκά, τον Ιούνιο του 1994, μια εβδομάδα πριν φύγει από τη ζωή.

Κανένας λογικός άνθρωπος δεν πήγαινε, συνεχίζει, καθώς ήταν επικίνδυνα. «Εκεί έπαιζαν μαχαίρια» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Πως όμως, σε μια εποχή που το ρεμπέτικο ήταν κυνηγημένο, ο Μάνος Χατζιδάκις κατάφερε να κάνει καλλιτεχνική χειραψία μαζί του;

Στην κατοχή λοιπόν, είχε έναν πολύ στενό φίλο, ένα παιδί ιδιοφυές, που πήγαινε τότε στο Πανεπιστήμιο και που τον πέρναγε δυο χρόνια. Εκείνος ήταν 19 και ο Μάνος Χατζιδάκις, κάπου στα 17.

Τον έλεγαν Έκτωρ.

Για τον στενό και πολυαγαπημένο του φίλο Έκτωρ, του οποίου το αιώνιο πάθος ήταν το ρεμπέτικο και ο οποίος είχε ένα τραγικό τέλος, ανέφερε στην ομιλία του ’49:

«Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ’ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» – καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών.

Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι».

Εκείνη την εποχή, θυμάται, ο Μάνος Χατζιδάκις στην τελευταία του συνέντευξη, όποιος κρατούσε μπουζούκι οδηγούνταν στα κρατητήρια. Όπως και το ’43 και το ’44, και το ’45, και το ’47.

Έτσι, έπιασαν και τον Έκτορα. Είχαν δώσει ραντεβού στον κινηματογράφο Ορφέα, όμως εκείνος δεν εμφανίστηκε ποτέ. Όπως έμαθε ο Χατζιδάκις αργότερα, οι Γερμανοί τον βασάνισαν και πέθανε. Αυτό τον συγκλόνισε. Μοιραία, κάθε συζήτηση που είχαν προλάβει να κάνουν πήρε άλλες διαστάσεις. Αποφάσισε να εισχωρήσει στο ρεμπέτικο, καθώς μια σκέψη γυρνούσε τότε στο μυαλό του.

«Τι είχε το ρεμπέτικο ώστε να γοητεύτει τόσο πολύ ο Έκτωρ;».

Ο Βαμβακάρης

Ένα βράδυ πήγε στην ταβέρνα που έπαιζε ο Βαμβακάρης και ήταν εκεί, δυο τρεις μάγκες και «του μπήκαν» όπως χαρακτηριστικά είπε ο ίδιος ο Χατζιδάκις.

Εκείνος, έπινε ρετσίνα, έτρωγε λίγο φαγητό και έφευγε. Φαίνονταν ότι δεν έχει καμία σχέση με τσαμπουκάδες. Εκείνοι, του κόλλησαν άγρια, κάνοντας του νοήματα να τον κεράσουν. Επενέβει τότε ο Βαμβακάρης, δίνοντας τους μια κλωτσιά και προσκαλώντας τον Χατζιδάκι από τούδε και στο εξής να κάθεται κοντά του.

Τότε, ο Χατζιδάκις, άρχισε να επισκέπτεται συχνά-πυκνά την ταβέρνα συχνά όπου τραγουδούσε ο Βαμβακάρης, – πάντοτε, καθήμενος δίπλα του.

Όταν θέλησε να κάνει στο Θέατρο Τέχνης την περίφημη διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι, «ήταν απέξω δυο πολύ γνωστοί συνάδελφοι, δεν λέω ονόματα, οι οποίοι φοβήθηκαν τις αντιδράσεις του ραδίου», ανέφερε παλαιότερα ο Χατζιδάκις.

Εκείνος όμως, πάντοτε τολμηρός, κάλεσε όλη την κομπανία του Βαμβακάρη και εκείνοι έπαιζαν όσο εκείνος μιλούσε. Αυτή η κατάμεστη διάλεξη, θα φαντάζονταν κανείς, πώς θα κατάφερνε απενοχοποιήσει το ρεμπέτικο στην συνείδηση του κόσμου.

Αντίθετα όμως, καταδικάσθηκε στο δικαστήριο της κοινής γνώμης και του κόλπου των διανοούμενων, ο ίδιος. Οι εφημερίδες της εποχής, τον λοιδωρούσαν. Ο θείος του έπαιρνε την μητέρα του και της έλεγε «Μάζεψε τον Μάνο, έχει πάρει τον κακό τον δρόμο».

Όμως εκείνος δεν νοιάζονταν για το τι θα πει η γειτονιά. Προέρχονταν από μια φτωχή οικογένεια του Παγκρατίου και τιμούσε τις ρίζες του.

«Σαν ιδιοσυγκρασία είμαι μεγαλοαστός. Σαν καλλιέργεια είμαι ποιητής. Σαν αληθινή ιδιοσυγκρασία, μέσα μου, είμαι λαϊκός» είπε κάποτε.

*Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ο Μάνος Χατζιδάκις παίζει πιάνο κατά τη διάρκεια μιας παράστασης στο ωδείο της Αρχαίας Νικόπολης. Φωτογραφία του 1987 | Nikos D. Karabelas



πηγή

googlenews

Ακολουθήστε το Play News  στο Google News