Δευτέρα 20 Μάιος 2024, 23:50
Culture

Με αγιόκλημα, γιασεμιά και μερικά κλειστά σινεμά


Το λατρεμένο «Ιντεάλ» το κλάψαμε προ μηνών. Κι ενώ ο αριθμός 46 επί της Πανεπιστημίου έχει ποτίσει από αλησμόνητες σελιλόιντ αναμνήσεις, η εμπειρία του βυθίσματος στην σκοτεινή αίθουσα δεν υπάρχει πλέον.

Όπως δεν υπάρχει και η άλλη εμπειρία, η ευάερη και δροσερή, του «Σινέ Παλάς» στην Υμηττού, μετά από τα 96 χρόνια λειτουργίας, όσο σχεδόν και τα χρόνια (94) του ιδιοκτήτη και διαχειριστή του, Ματθαίου Πόταγα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών. Μετά από αυτόν το χάος.

Μεταπολεμικά οι «σινεμάδες» λειτούργησαν ως αστικοί και κοινωνικοί πυρήνες, αγαπήθηκαν από τον κόσμο ως ένα λαϊκό μέσο διαφυγής από την καθημερινότητα, ως μια μήτρα ονειροπόλησης και ρεμβασμού.

Για την ιστορία να πούμε ότι η τσαγαλί χρώματος, αγαπησιάρικη ταράτσα, επί της οδού Υμηττού 109, λειτουργούσε από το 1925 μέχρι σήμερα. Το 1957, ο κινηματογράφος πέρασε σε έναν από τους θεματοφύλακες της εκλεκτής ιδέας του «Σινεμά ο Παράδεισος», τον Ματθαίο Πόταγα, ο οποίος -για να συλλάβουμε το μέγεθος της διάρκειας του χρόνου-, είχε αναμνήσεις από την περίοδο της γερμανικής κατοχής, όταν η γερμανική περίπολος έκανε έφοδο εν ώρα προβολής.

Μεταπολεμικά οι «σινεμάδες» λειτούργησαν ως αστικοί και κοινωνικοί πυρήνες, αγαπήθηκαν από τον κόσμο ως ένα λαϊκό μέσο διαφυγής από την καθημερινότητα, ως μια μήτρα ονειροπόλησης και ρεμβασμού.

Τα μυστικά του σινεμά
Είναι σαν της ποιήσεως τη μαγεία
Είναι σαν ποταμός που ρέει
Εικών εικών και άλλες εικόνες
Κ αίφνης –διακοπή
Cut! Cut! Coupez!
(Παρών και ο clackman κάθε τόσο)
Κ έπειτα πάλι ο ποταμός
Κ έπειτα πάλι εικόνες
Και ουδέποτε χάνεται ο ειρμός
Όχι στο νόημα μα στη μαγεία
Όσο και αν ρέουν τα καρέ
Βωβού ή ομιλούντος.

Αυτό γράφει ο υπερρεαλιστής ποιητής, Ανδρέας Εμπειρίκος, στις πρώτες στροφές ενός ποιήματος της δεκαετίας του 1960, εξυμνώντας την τέχνη του κινηματογράφου ως τέχνη διαδοχής εικόνων, από όπου γεννιέται η μαγεία, ενώ ο Τίτος Πατρίκιος στο ποίημά του «Στον κινηματογράφο», από τη συλλογή Μαθητεία, του 1963, περιγράφει το μυσταγωγικό βίωμα με μια βαθιά ματιά:

Ευγενικά ακουμπάμε δίπλα-δίπλα
γελάμε ή συγκινιόμαστε
ο διώκτης κι ο κυνηγημένος
ο βασανισμένος κι ο βασανιστής
ο εραστής και ο σύζυγος.
Για δυο ώρες μοναχά μες στο σκοτάδι
ήρεμοι, άγνωστοι και φιλικοί.

Κι ενώ το σερί των λουκετιασμένων αιθουσών συνεχίζεται -ευτυχώς το Embassy στο Κολωνάκι έγινε θεατρική αίθουσα παραμένοντας στον χάρτη-, η ανακοίνωση στα σόσιαλ του «Σινέ Αλεξάνδρα», του τελευταίου κινηματογράφου στην Καλλιθέα μαρτυρά ότι ο «ιδιοκτήτης επέλεξε να μην ανανεώσει τη σύμβαση» κι έτσι απλά, μια ιστορία μικρότερη σε διάρκεια (από το 2015) αλλά σημαντική για την κοινωνική ζύμωση λαμβάνει τέλος.

Επίσης, η φράση «ο τελευταίος κινηματογράφος της Καλλιθέας» ενέχει μια βουβή θλίψη μέσα της, πώς να το κάνουμε.

Από την άλλη, επειδή ακριβώς η γη γυρίζει, η θερινή κινηματογραφική αίθουσα και ανυπέρβλητη ταράτσα της Πλάκας, το λατρεμένο «Σινέ Παρί», θα ανοίξει ξανά τις πόρτες της το Σάββατο 11 Μαΐου με την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν και τους «Αντίπαλους» του Λούκα Γκουαντανίνο, έχοντας περάσει η διαχείρησή του στην ελληνική πλατφόρμα streaming, Cinobo.

Στην πλακόστρωτη και βέρα αθηναϊκή οδό Κυδαθηναίων, στην γραφικότερη συνοικία της πόλης, με θέα την Ακρόπολη και ένα γοητευτικό περιβάλλον με ανισόπεδα μέρη, η ιστορία του σινεμά ξεκινά το 1920, όταν ένας Έλληνας κομμωτής που ζούσε στο Παρίσι, θέλησε να φτιάξει ένα θερινό σινεμά.

Με γλυκόπικρα αντίο, καλωσορίσματα και προσμονή αλλάζει η εποχή και μαζί της κι εμείς. Αυτό που δεν αλλάζει η είναι η ικανοποίηση της παρακολούθησης μιας ταινίας κάτω από τον έναστρο, αττικό ουρανό

Αρχικά, λειτούργησε ως χειμερινός κινηματογράφος και μετατράπηκε σε θερινό το 1986, από τον Δημήτρη Πάνο, ο οποίος ήταν περιπτεράς στο απέναντι περίπτερο. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, το Σινέ Παρί λειτούργησε ως μπουάτ με το όνομα Ζυγός αφού δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στην οικονομική κρίση της εποχής, γράφοντας, όμως, και πάλι δυνατή ιστορία στη νυχτερινή ζωή της πόλης -είναι ευλογημένο αυτό το κτίριο.

Με γλυκόπικρα αντίο, καλωσορίσματα και προσμονή αλλάζει η εποχή και μαζί της κι εμείς. Αυτό που δεν αλλάζει η είναι η ικανοποίηση της παρακολούθησης μιας ταινίας κάτω από τον έναστρο, αττικό ουρανό. Όπως έγραφε και ο μεταπολεμικός ποιητής, Λουκάς Κούσουλας, στα μέσα των 60s:

Ξεχώριζαν κάτι αστέρια.
Από το ένα στο άλλο, χωρίς
να το καταλάβουμε καλά-καλά,
ανεπαισθήτως λοιπόν σχηματίσαμε,
θαμπή στην ανταύγεια με μια νέα ομορφιά,
τη Μεγάλη Άρκτο ολόκληρη.
Όχι, δεν ήταν μια χαμένη
βραδιά η περιπλάνησή μας στο απρόοπτο
καλοκαιρινό σινεμά.

Πηγή: GRACE



πηγή

googlenews

Ακολουθήστε το Play News  στο Google News